- ταχυδρομώ
- ταχυδρόμησα, ταχυδρομήθηκα, και ταχυδρομίζω ταχυδρόμισα, στέλνω κάτι με το ταχυδρομείο, ρίχνω επιστολή στο γραμματοκιβώτιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχυδρομώ — ταχυδρομῶ, έω, ΝΜΑ [ταχυδρόμος] νεοελλ. στέλνω με το ταχυδρομείο μσν. αρχ. τρέχω γρήγορα … Dictionary of Greek
ταχυδρομώ — ταχυδρομώ, ταχυδρόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ταχυδρόμῳ — ταχυδρόμος fast running masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυδρομίζω — Ν ταχυδρομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ταχυδρόμηση — η, Ν [ταχυδρομώ] η αποστολή επιστολής ή άλλου αντικειμένου με το ταχυδρομείο … Dictionary of Greek
γραμματοσημαίνω — κολλώ γραμματόσημο σε γράμματα ή άλλα αντικείμενα που ταχυδρομώ: Γραμματοσήμανα όλες τις ευχετήριες κάρτες πριν τις στείλω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυδρομίζω — βλ. ταχυδρομώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)